- λειμωνίς
- λειμωνίς, -ίδος, ἡ (Α)βλ. λειμώνιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λειμωνίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειμωνίδα — λειμωνίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειμωνίδες — λειμωνίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειμωνίδι — λειμωνίς fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειμωνίδος — λειμωνίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειμωνίδων — λειμωνίς fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειμώνιος — α, ο (Α λειμώνιος, ία, ον, ποιητ. θηλ. και λειμωνιάς, άδος και λειμωνίς, ίδος) [λειμών] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λειμώνα ή προέρχεται από λειμώνα, λιβαδήσιος («λειμώνια ἄνθεα», Αισχύλ.) αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ λειμωνιάς νύμφη τού λειμώνα… … Dictionary of Greek